- φυτοτροφία
- ἡ, Μ [φυτοτρόφος]η καλλιέργεια και περιποίηση τών φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτοτροφία — φυτοτροφίᾱ , φυτοτροφία rearing of plants fem nom/voc/acc dual φυτοτροφίᾱ , φυτοτροφία rearing of plants fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)